Ο Στρατής Πανάγος είναι από τους λίγους Ελληνες που θα μπορούσαν να τα πουν ένα χεράκι με τη... Μέρκελ. Αλλωστε, στην πατρίδα της διέπρεψε μαγειρεύοντας. Οχι λογιστικά στοιχεία, αλλά κανονικά, γευστικά, ελληνικότατα πιάτα. Κι εκεί να δεις τους Γερμανούς να καταπίνουν τους μεζέδες όπως το ελληνικό δημόσιο το δάνειο...
Τάισε που λέτε, τους Γερμανούς 27.000 φασολάδες κοκκινιστές και 18.000 μερίδες στιφάδο. Η φρουτοσαλάτα του με τη σος από γιαούρτι, μέλι και κανέλα έγινε το αγαπημένο γλυκό των επιβατών. Ενα μήνα στους γερμανικούς σιδηροδρόμους το μενού ήταν ελληνικό, με την υπογραφή ενός Μυτιληνιού, του Στρατή Πανάγου.
Ολα ξεκίνησαν το 2003, όταν του ζήτησαν να μπει στα εστιατόρια των συρμών και να ετοιμάσει έναν κατάλογο γευστικών προτάσεων για το «Μήνα Ελληνικών Γεύσεων», ένα θεσμό-πρωτοβουλία των γερμανικών σιδηρόδρομων, όπου κάθε μήνα προβάλλονται γεύσεις από διαφορετικές χώρες. Οι αριθμοί που προαναφέρθηκαν τα λένε όλα. Οι Γερμανοί τον ξανακάλεσαν την επόμενη χρονιά για να επαναλάβει την επιτυχία του. Μάλιστα, αν πληκτρολογήσετε το όνομά του στο youtube θα δείτε και σπαρταριστά βίντεο με τη δράση του στις γερμανικές κουζίνες πάνω στις ράγες.
«Το να μαγειρεύουμε είναι σαν να κάνουμε έρωτα. Δεν πρέπει να βιαζόμαστε να φτάσουμε στο αποτέλεσμα, αντιθέτως πρέπει να απολαμβάνουμε τη διαδικασία» είναι οι πρώτες κουβέντες που γράφει στο τελευταίο του βιβλίο «Η ακαταμάχητη γοητεία της αρσενικής κουζίνας» (εκδόσεις Αγκυρα). Ισως να ξενίζει τις κυρίες ο τίτλος και ίσως να κρυφοκαμαρώνουν οι κύριοι. Στο βιβλίο όμως τα πράγματα μπαίνουν στη σωστή τους θέση, αφού πρόκειται για ένα ταξίδι που περιλαμβάνει συναντήσεις με τις μητέρες, τις συζύγους, τις κόρες και τις πεθερές και φυσικά τις γιαγιάδες, μέσα από τα μαγειρέματα και τα μικρά μυστικά. «Οι συνταγές της αρσενικής κουζίνας είναι προϊόν μιας ιδιότυπης συνωμοσίας, θηλυκής σχεδίασης και εκτέλεσης. Μιλάμε για συνταγές που περνάνε από μητέρα σε κόρη αλλά και από πεθερά σε νύφη, με απώτερο σκοπό να περνάει καλά ο κανακάρης», λέει ο Στρατής Πανάγος.
Εκτός από το να μας ταξιδεύει με τα εξαιρετικά του βιβλία και να ταΐζει τους -αντιπαθείς στην παρούσα φάση- Γερμανούς ελληνικές λιχουδιές, είναι και σύμβουλος σε εστιατόρια. Αυτό σημαίνει ότι μπαίνει στις κουζίνες και τους κάνει το μενού άνω κάτω αφαιρώντας πιάτα, βελτιώνοντας άλλα και προσθέτοντας μερικά καινούργια δικά του. Ολα αυτά χωρίς να το 'χει κάνει reality... Ισα ίσα που το reality, η πραγματικότητα δηλαδή, πολλές φορές τον βγάζει από τα ρούχα του. «Δεν είναι δυνατόν στην Ελλάδα να τηγανίζουμε με σπορέλαια. Δεν είναι δυνατόν να σερβίρουμε προτηγανισμένες πατάτες. Δεν είναι δυνατόν να πηγαίνω στα μεζεδοπωλεία και να τρώω μύδια Νέας Ζηλανδίας. Ολοι θέλουν το μάξιμουμ του κέρδους με τη λιγότερη προσπάθεια».
Αυτό όπως που πραγματικά τον εξοργίζει είναι η ξενομανία που διακατέχει τα τελευταία χρόνια εστιάτορες και πελάτες. «Ντρέπομαι, θλίβομαι και εξοργίζομαι όταν ανοίγουμε το στόμα μας σαν χάνοι με τις ξένες κουζίνες. Ο πλούτος της χώρας μας είναι τεράστιος. Τη μαραθόριζα την ήξεραν όλοι. Μόλις μας έφεραν πιάτα με "φινόκιο", τότε την εκτιμήσαμε. Ανακαλύψαμε και θαυμάσαμε συνταγές με φασκόμηλο όταν μας ήρθαν από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Το ότι οι Γερμανοί δεν έχουν καν φασκόμηλο και το εισάγουν από μας εξάγοντας σε μας πιάτα "παντεσπάνι", δεν το ξέραμε. Το πιάτο του καλύτερου σεφ στον κόσμο με τα 4 αστέρια είναι με χλωρά κουκιά και άνηθο. Αυτό που τρώγαμε από μικροί στις γιαγιάδες μας, δηλαδή. Ως συνήθως μας αρέσει κάτι μόνο όταν έρχεται απ' έξω».
Στην ερώτηση για το ποια είναι τελικά η εθνική μας κουζίνα, είναι αποστομωτικός: «Παραμύθι είναι η εθνική κουζίνα. Τα ίδια φαγητά έχουμε από την Ξάνθη μέχρι την Κάσσο; Τα ίδια τρώνε όλοι; Το θαύμα της ελληνικής κουζίνας είναι οι τοπικές κουζίνες».
Η επόμενη ερώτηση έρχεται αυτόματα. «Στους γερμανικούς σιδηρόδρομους δεν σας ζήτησαν τζατζίκι και τα λοιπά "κλασικά" μας πιάτα;» «Τους πρόλαβα» απαντά ο κ. Πανάγος. «Οταν με κάλεσαν τους είπα ότι τζατζίκι, μουζάκα και σουβλάκι θα μείνουν έξω από την κουζίνα μου. Το εκτίμησαν ιδιαίτερα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι σ' ολόκληρη τη Γερμανία και σε περιοχές της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Ελβετίας και της Αυστρίας υπάρχουν, σύμφωνα με έρευνα του κ. Πανάγου, περίπου 10.500 ελληνικά εστιατόρια. «Το 98% σερβίρει τα ίδια πιάτα παντού δηλαδή γύρο κρεμμύδι (μπόλικο), λάχανο γαρνιρισμένο με ροδέλες τηγανητού καλαμαριού και τζατζίκι».
Και στην Ελλάδα; «Πολλοί επιλέγουν τα εστιατόρια με κριτήρια όπως οι ντιζαϊνάτες καρέκλες ή γιατί ο κατάλογος είναι από αφρικανική κάλαμον και επειδή όλοι μαζί καβάλησαν την ελληνικήν κάλαμον και η κουζίνα είναι fusion (φιούζον), δηλαδή βαρβαριστί αχταρμάς! Και χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα».
Οσο για το πώς τρώνε οι Ελληνες στο σπίτι, ο κ. Πανάγος θυμάται τις Κυριακές τα μεσημέρια που όλοι μαζευόμασταν γύρω από τα τραπέζια των σπιτιών και όχι στις ταβέρνες. «Οσο πάει, δεν μας καλούν κι εμείς δεν καλούμε. Οσο πάμε, μένουμε πιο μόνοι. Βγαίνουμε να φάμε στα εστιατόρια και τις ταβέρνες για να είμαστε πολλοί μόνοι, μαζί. Τα κυριακάτικα τραπέζια στα σπιτικά πρέπει να έχουν μεζέδες με ουζάκια, και λαχανοντολμάδες με αυγολέμονο το χειμώνα και γιαλατζήδες με γιαούρτι το καλοκαίρι».
Χείμαρρος ο Στρατής Πανάγος. Το καλύτερο όπως το κράτησε για το τέλος. Είναι μια συμβουλή... καλοκαιρινή: «Λένε ότι αν δεν βρέξεις τα μάγουλά σου από φέτα καρπούζι είσαι καταραμένος να μην απολαύσεις καλοκαίρι, κι έτσι είναι το σωστό. Βλέπεις τους κρυόκωλους με μαχαίρι και πιρούνι, σαβουάρ-βιβρ τάχα μου κι από μέσα τους τρέμουνε γιατί το καρπούζι είναι άτιμο κι ατίθασο πράγμα και γλιστράει, μη γίνουνε ρεζίλι των σκυλιών. Ενώ; Ετσι να πάρεις τη φέτα στα χέρια σου, λαχταριστή - λαχταριστή, να χώσεις τα δόντια στη ζουμερή τη σάρκα, κολλάς τα χείλια σου σα βεντούζα και ρουφάς... Αργός θάνατος! Εμ, είναι ύστερα να μην απολαύσεις καλοκαίρι;»
«Ο καλύτερος μεζές του ούζου, γιε μου, είναι η παρέα, μου 'λεγε και μου ξανάλεγε ο παππούς μου ο μαστρο-Γιάννης», γράφει στο βιβλίο του ο Στρατής Πανάγος, ο οποίος έχει αφιερώσει πολλές σελίδες -Μυτιληνιός γαρ- στην ουζοποσία. Εκτός από τη μόνιμη δυσαρέσκειά του για τα δήθεν μεζεδοπωλεία που τηγανίζουν με σπορέλαια και σερβίρουν το ούζο με προσούτο, μοιράζεται μαζί μας τέσσερα βασικά «ΔΕΝ» του ούζου.
* Δεν βάζουμε στο ούζο μας παγάκια.
Βάζουμε πάγο στην καράφα ή στο ποτήρι με το νερό και από κει στο ποτήρι με το ούζο. Ποτέ απευθείας. Τα αιθέρια έλαια της ανηθόλης (ο γλυκάνισος, ντε!) όταν ψυχούν δημιουργούν μικροσκοπικούς κρυστάλλους, αλλοιώνοντας την υφή και τη γεύση του ούζου. Οταν δε καταλήξουν στο στομάχι μας, είναι η αιτία για τις ξινίλες και τις καούρες, και δεν μας φταίει ούτε το φαΐ ούτε το ούζο! (Τώρα μιλάμε για ούζο, όχι για πετρέλαια.)
* Δεν πίνουμε σε μεγάλα και φαρδιά ποτήρια, που παίρνουν μισό καραφάκι ούζο το καθένα.
Γιατί; Επειδή το κανονικό ποτήρι του ούζου είναι μικρό και στενό, έτσι ώστε όταν πίνουμε η μύτη μας να είναι απέξω για να μην εισπνέουμε τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, μεθάμε γρήγορα, δεν ευχαριστιόμαστε την παρέα ή αρχίζουμε τις αηδίες και δεν ευχαριστιέται η παρέα μας.
* Δεν ξαναγεμίζουμε το ποτήρι μας με ούζο αν δεν έχει αδειάσει τελείως.
Σ' αυτό βοηθάνε τα μικρά ποτήρια, τα «κανονάκια» όπως λέγονται, αυτά με τον κλέφτη πάτο. Γιατί; Επειδή πρέπει να κρατάμε σταθερή την αναλογία ούζο-νερό, κι αυτό επιτυγχάνετε μόνο όταν αδειάζει τελείως το ποτήρι.
* Δεν πίνουμε μπίρα στο τέλος της ουζοποσίας.
Γιατί; Επειδή τα ποτά που έχουν ανθρακικό επιταχύνουν την απορρόφηση του αλκοόλ από τον οργανισμό μας, το στέλνουν σούμπιτο στο αίμα μας και μας αφήνει στον τόπο. Σαμπάνια και μπίρα πρέπει να πίνονται στην αρχή, ποτέ στο τέλος.
«Τώρα θα μου πείτε, εμάς έτσι μας αρέσει. Πάσο. Αλλά όταν ξυπνάτε, μη λέτε δεν ξαναπίνω παλιο-ούζα ποτέ. Γιατί θα είστε άδικοι. Αδικοι και με το ούζο και με τον εαυτό σας, να το ξέρετε».
Trackback(0)
TrackBack URI for this entry
|