Τι έργα θα δείξετε;
«Άγνωστα, δεν τα έχω εκθέσει ποτέ. Αρκετά έχουν θέμα τις αναμνήσεις μου από την Chinatown της Νέας Υόρκης».
Πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα;
«Είμαι εδώ δύο χρόνια, αλλά γυρίζω συχνά και στην Αμερική. Έλειπα 47 χρόνια από την Ελλάδα».
Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση όταν επιστρέψατε;
«Δεν είχα εικόνα της χώρας. Τώρα ζω λίγο απομονωμένα στην Κηφισιά, δεν έχω ιδέα τι γίνεται στην πόλη. Είδα το "Art Athina" και είναι ωραίο. Μ' αρέσει η Ελλάδα και είναι συμπαθητικοί οι άνθρωποί της».
Τη νοσταλγούσατε στην Αμερική;
«Όχι, καθόλου. Έμενα στο κέντρο της Νέας Υόρκης και δεν νοσταλγούσα τίποτα».
Η καταγωγή των γονιών σας ήταν από τη Μάνη;
«Ναι, έχουμε και μικρή συγγένεια με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ζούσαν στη Σμύρνη πριν έρθουν ως πρόσφυγες εδώ το '22».
Τι θυμάστε από τους γονείς σας;
«Η μητέρα μου ήταν χήρα και είχε τρία κορίτσια. Η μία έγινε γιατρός, εγώ έφυγα στο Παρίσι και ύστερα από δύο χρόνια στην Αμερική. Και στις δύο χώρες σπούδασα σε Σχολές Καλών Τεχνών».
Θέλατε από μικρή να γίνετε καλλιτέχνις;
«Ζωγράφιζα από μικρή. Κάποια στιγμή αποφάσισα να μάθω περισσότερα και κυρίως να εκτεθώ και να αναμετρηθώ με τη ζωγραφική άλλων χωρών. Στη Γαλλία είδα τα πρώτα έργα Πικάσο και Μπονάρ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της πόλης του Παρισιού. Μετά σκέφτηκα πως η Αμερική είναι πιο ανοιχτή χώρα. Το Παρίσι είχε χάσει τα σκήπτρα της τέχνης από το 1958».
Γιατί συνέβη αυτό;
«Ολα άλλαξαν από τότε που η Αμερική παρήγαγε το πρώτο κίνημα τέχνης, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό με τον Πόλοκ και τον Ντε Κούνινγκ. Ακολούθησε το δικό μας κίνημα,του "nouveau realisme": τρεις το αρχίσαμε, ο Τζάσπερ Τζόουνς, ο Μπομπ Ράουσενμπεργκ κι εγώ. Πήραμε εικόνες και ρεαλιστικά στοιχεία της πραγματικότητας για να κάνουμε αφηρημένα έργα. Δεν χρησιμοποίησα αμέσως νέον, παρά μόνο το 1963, αρχικά έκανα στατικές μελέτες φωτός».
Όταν αντικρίσατε, πρώτη φορά, την Τάιμς Σκουέρ, σκεφτήκατε το Βυζάντιο. Τι είδους σχέση εντοπίσατε;
«Οι φωτεινές επιγραφές της αμερικανικής πλατείας μού θύμισαν τη βυζαντινή τέχνη. Στη θέση του χρυσού φόντου των βυζαντινών εικόνων υπήρχε το μπλε του ουρανού, στο οποίο διαγράφονταν τα περιγράμματα των κτιρίων».
Θεωρείστε πρωτοπόρος και της minimal art, λόγω των λιτών «Κυκλαδικών Βιβλίων» σας.
«Τα εμπνεύστηκα από την κυκλαδική τέχνη σ' ένα ελληνικό μου ταξίδι».
Πώς ήταν τα δημιουργικά χρόνια σας στην Αμερική;
«Ήμουν κλεισμένη στο εργαστήριο και δούλευα. Στη Νέα Υόρκη κάνουν συχνά εκθέσεις νέων και ανώνυμων καλλιτεχνών. Με την πρώτη μου έκθεση στο "Γουίτνεϊ", η κριτική με υποδέχτηκε θερμά ως την Ελληνίδα που παρουσιάζει το "Τόξο, Hommage στην Times Square». Τότε άρχισαν να με κυνηγούν όλες οι γκαλερί και τα μουσεία για να εκθέσω».
Ηταν τόσο απλό να αναγνωριστείτε;
«Στη Νέα Υόρκη δεν υπάρχει ζηλοφθονία μεταξύ καλλιτεχνών, όπως στην Ελλάδα. Αν πήγαινα στο ατελιέ ενός καλλιτέχνη και έβλεπα ότι η δουλειά του αξίζει, τηλεφωνούσα αμέσως σε γκαλερί για να πάνε να τη δουν».
Και στην Ελλάδα σας αγαπούν.
«Συνεργάζομαι με τον Μιχαλαριά και είμαι ευχαριστημένη. Η Καφέτση από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης θέλει να μου κάνει αναδρομική έκθεση, όπως και η Κατερίνα Κοσκινά στο Μουσείο Μπενάκη. Φοβάμαι, όμως, μήπως καταστραφούν τα έργα στη μεταφορά. Περισσότερα από 120 έργα μου βρίσκονται σε όλα τα αμερικανικά μουσεία».
Τι είδους ελληνικά στοιχεία εντοπίζονται στην τέχνη σας;
«Παλιότερα είχα ένα εργαστήριο κοντά στην παλιά αγορά της Αθήνας. Εκεί έφτιαξα ένα κιονόκρανο με χορδές μπουζουκιού. Αυτό και τα "Κυκλαδικά Βιβλία" είναι τα ελληνικά μου έργα. Αν και σε όλη μου τη δουλειά υπάρχει υπόγεια το κλασικό ελληνικό στοιχείο».
Είστε ικανοποιημένη από την πορεία σας;
«Πολύ. Από νέα εξέθεσα στις μεγαλύτερες γκαλερί του κόσμου, στην "Betty Parsons", στην "Pace gallery", στο Γκουγκενχάιμ».
Γιατί, λέτε, ότι σας ξεχώρισαν;
«Επειδή έκανα κάτι πολύ διαφορετικό και πρωτοποριακό, τη στιγμή που όλοι μιμούνταν τον Πόλοκ και τον Ντε Κούνινγκ».
Με ποιους καλλιτέχνες της γενιάς σας είχατε καλή σχέση;
«Με κάνεναν. Τους ήξερα όλους, τον Γουόρχολ, τον Πόλοκ κι εκείνους που ζούσαν στη Φλόριντα ή στο Κονέκτικατ, αλλά δεν επικοινωνούσαμε».
Η ζωή σας, πέρα από την τέχνη, ήταν έντονη;
«Επί είκοσι χρόνια ήταν μόνο τέχνη. Δούλευα κάθε μέρα από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 4 το πρωί. Χρειάζεσαι σκληρή δουλειά για να πετύχεις σε μια πόλη που τόσοι άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο προσπαθούν το ίδιο. Αν πετύχεις εκεί, έχεις πετύχει παντού».
Από πού πήγαζε η επιθυμία σας να πετύχετε;
«Από την τέχνη και τη θέλησή μου να κάνω κάτι διαφορετικό».
Ζήσατε την ιδανική εκδοχή του αμερικανικού ονείρου.
«Στην Αμερική, αν αξίζεις προχωράς. Τους αρέσει πάντοτε το καινούργιο, σε αντίθεση με την Ευρώπη που είναι προσκολλημένη στο παρελθόν».
Υπάρχει όμως και το σκληρό πρόσωπο της υπερδύναμης.
«Αυτοί οι Αμερικανοί δεν έχουν καμία σχέση με τους Αμερικανούς της τέχνης».
Κάποιο νέο όνειρο;
«Ένα καινούργιο έργο. Έχω στον μυαλό μου την ιδέα ενός τεράστιου έργου με πύλες, που να περνά ο κόσμος από μέσα».
*** Η έκθεση «Memories of Chinatown and Memories of American Cityscapes», διαρκεί ώς 10 Ιουλίου.
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Trackback(0)
TrackBack URI for this entry
|