«Όσο θα ζούνε άνθρωποι» μυθιστόρημα της Ντόλλης Νταλκά από τις εκδόσεις Νεφέλη. Η διαδρομή ήταν όμορφη. Η σκούρα καφετιά γη ήταν σκαμμένη επειδή την ετοίμαζαν για σπορά, με μικρά βουναλάκια από άμμο, που θα τα ανακάτευαν με το χώμα για να μαλακώσει. Η μαύρη λάσπη που κατέβαζε ο Νείλος από την Αβυσσηνία ήταν σκληρή και παχιά. Αλλού ήταν φυτείες με τριφύλλι, ζαχαροκάλαμο, αλλού κηπευτικά καταπράσινα και καλοθρεμμένα. Τα βαγόνια πέρασαν πάνω από το Νείλο τρεις φορές. Η γη, μέχρι πέρα μακριά στον ορίζοντα, ήταν γεμάτη χουρμαδιές, ψηλές και λυγερόκορμες, με τις κορφές τους ν' ανοίγουν σαν βεντάλιες. Παντού έβλεπες γκαμούζες, τις αγελάδες της Αιγύπτου, να σέρνουν το αλέτρι ή να γυρίζουν τα μαγκανοπήγαδα που ανέβαζαν το νερό από τα ποταμίσια κανάλια. Η Τέτα κοίταζε κι αποθαύμαζε το όμορφο τοπίο. Συνάμα όμως με τον ρυθμικό θόρυβο του τρένου, τα λόγια του Κώστα Τρικορίτη σ' εκείνη την μπιραρία τυραννούσαν το νου της: ''Δίδυμες... Δίδυμες...''. Αποφάσισε να τα διώξει απ' το μυαλό της. Γι' αυτό πήρε το τετράδιο που κουβαλούσε πάντα μαζί της κι άρχισε να γράφει, μέχρι που έφτασαν στην Αλεξάνδρεια.
Μέσα από την αφήγηση της ηρωίδας Τέτας Βαρίτου ζωντανεύει η μεσοπολεμική και μεταπολεμική Αλεξάνδρεια μέχρι την περίοδο της κρίσης του Σουέζ και το καθεστώς του Νάσερ. Δεν πρόκειται όμως για τις αναμνήσεις από τη ζωή της αστικής τάξης, αλλά για την απλή και δύσκολη καθημερινότητα των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας. Παράλληλα, ο αναγνώστης μεταφέρεται στην Αθήνα του 1950: από τις γραφικές ταβέρνες της Νέας Φιλαδέλφειας, τα εργοστάσια στο Περιστέρι μέχρι τις προσφυγικές παράγκες του Πολυγώνου και τις λαϊκές συνοικίες στο Αιγάλεω. Η Ευπραξία Βονοφακίδου – Ζαππάλα είναι γνωστή με το ψευδώνυμο Ντόλλη Νταλκά, που της έδωσε ο Μανώλης Γιαλουράκης. Γεννήθηκε το 1932 στην Αθήνα, αλλά από το 1934 έζησε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια όπου και σπούδασε στα εκεί ελληνικά σχολεία. Με τη διαρροή του ελληνισμού της Αιγύπτου, μετανάστευσε οικογενειακώς στη Νότιο Αφρική, το 1961. η πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα έγινε σε ηλικία δεκαεφτά ετών. Έχει εκδώσει εννιά βιβλία και έχει λάβει βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε Ελλάδα, Κύπρο και Ν. Αφρική, καθώς επίσης μετάλλια και άλλες τιμητικές διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Εκτός από τη λογοτεχνία, ασχολείται με τη ζωγραφική και τη μουσική σύνθεση. Παντρεύτηκε το 1965 και έχει δυο γιους. Εργάστηκε ως γραμματέας της ελληνικής σχολής «Σαχέτι» του Γιοχάνεσμπουργκ από το 1978 ως το 2003.
«Παραμύθια» του Ε.Ε. Κάμμινγκς σε μετάφραση Ροδούλας Παππά και σχέδια του Πάολο Γκέτσι από τις εκδόσεις Νεφέλη.
O Έντουαρντ Έστλιν Κάµµινγκς (Edward Estlin Cummings, 1894-1962), από τους σηµαντικότερους Αµερικανούς ποιητές του 20ού αιώνα, έγραψε τα τρία από τα παραµύθια που περιέχονται στην παρούσα έκδοση (Ο γέρος που έλεγε γιατί, Το σπίτι που έφαγε κουνουπόπιτα, Το κοριτσάκι που το έλεγαν Εγώ) για την κόρη του Νάνσι. Το πότε ακριβώς γράφτηκαν είναι άγνωστο, οπωσδήποτε όµως µεταξύ 1919, έτους γέννησης της Νάνσι, και 1924, όταν το ζεύγος Κάµµινγκς χώρισε και η πεντάχρονη Νάνσι ακολούθησε τη µητέρα της στο ∆ουβλίνο. Πατέρας και κόρη έµελλε να ξανασυναντηθούν περισσότερο από είκοσι χρόνια αργότερα, το 1946, όταν η Νάνσι ήταν πια η ίδια µητέρα. Η τέταρτη ιστορία, Ο ελέφαντας κι η πεταλούδα, πρέπει να γράφτηκε από τον Κάµµινγκς µετά το 1948 για το µικρό του εγγονό.
Την εικονογράφηση των Παραµυθιών έκανε ο Πάολο Γκέτσι ειδικά για την ελληνική έκδοση. Ο ποιητής Richard Wilbur είπε για τα Παραµύθια:
Τα έργα του Ε. Ε. Κάµµινγκς για µεγάλους είχαν όλα τους κάτι αέρινο, κάτι παιδικό. Υµνούσε την αγάπη και την άνοιξη, αγκάλιαζε το µικρό (ή το µεγάλο µε την ευγενική καρδιά) και σε όλα όσα έγραψε υπήρχε το στοιχείο του παιχνιδιού. Αυτά τα γοητευτικά Παραµύθια είναι γέννηµα της ίδιας φαντασίας – της µοναδικής φαντασίας, είµαι βέβαιος, που θα µπορούσε να πλάσει «ένα σπίτι που ερωτεύτηκε ένα πουλί».
Trackback(0)
TrackBack URI for this entry
|