Η Σούλα Μπασιούκα και η Νατάσα Βησσαρίωνος σεργιανίζουν στα βιβλιοπωλεία της χώρας και μοιράζονται με τους ακροατές τους ότι ενδιαφέρον ανακαλύπτουν…
Τα βιβλία που προσφέρει η εκπομπή της ΕΡΑ5 «Ο Ταχυδρόμος» με κλήρωση την Παρασκευή 6 Αυγούστου είναι:
«Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου» νουβέλα του Κώστα Κατσουλάρη από τις εκδόσεις Ελληνικά γράμματα.
Mια ασυνήθιστη ιστορία για τη ζήλια, από την αντρική σκοπιά.
«Καμιά φορά, όταν ήμασταν έξω, ήμουν βέβαιος ότι στρέφοντας απότομα το κεφάλι μου, θα τον έπιανα στα πράσα. Να στέκεσαι ακίνητος, βαρύς και άκαμπτος, στο διπλανό τραπέζι ή μέσα στο αυτοκίνητό του, με το τσιγάρο στο χέρι και το βλέμμα καρφωμένο πάνω της∙ το ίδιο βλέμμα που είχα προλάβει να αποτυπώσω χρόνια πριν στο ιατρείο μου, και το οποίο δεν θα είχε όλον αυτό τον καιρό αλλάξει στο παραμικρό. Ήταν ένα βλέμμα απέραντης αγάπης και κατανόησης, ένα βλέμμα που περιελάμβανε τον πόθο αλλά και το αντίθετό του, τον κατευνασμό. Κάτι βαθύ και πρωτογενές τούς συνέδεε, κάτι στο οποίο δεν είχα, ούτε θα είχα ποτέ, μερίδιο. Ήμουν αποκλεισμένος».
Το απόσπασμα είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του δράματος ή της αρρώστιας ή του παραλογισμού που διακατέχει τον κεντρικό ήρωα. Ο οποίος πείθεται ολοένα και περισσότερο, από μικρές ενδείξεις που στο μυαλό του μετατρέπονται σε ισχυρές αποδείξεις, ότι ένα άλλος άντρας έχει κερδίσει την καρδιά και το κορμί της γυναίκας του.
Οι λογικοφανείς υποψίες του θα γίνουν έμμονη ιδέα, παρανοϊκή, και θα οδηγήσουν τη σχέση στα έσχατα όριά της. Η διάλυση του γάμου του θα επέλθει τελικά από δική του υπαιτιότητα, καθώς η γυναίκα του θα τον συλλάβει να την απατά…
«Ο δρόμος για την κόλαση των αντρών είναι στρωμένος με λογικές σκέψεις», μας λέει ο συγγραφέας.
Μια ιστορία ζήλιας και απώλειας: πώς η υποψία μπορεί να σε μεταμορφώσει σ’ έναν άγνωστο.
Ο Κώστας Κατσουλάρης γεννήθηκε το 1968 στην Άρτα. Μεγάλωσε και ζει στην Αθήνα, όπου έχει εκδώσει μέχρι σήμερα πέντε βιβλία πεζογραφίας κι ένα θεατρικό έργο.
Εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας, δημοσιογράφος και μεταφραστής.
«Ένα πεινασμένο στόμα» της Λένας Διβάνη από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
O Γιάννης Γεωργιάδης είναι ένας φιλόδοξος φοιτητής της Νομικής. Έχει τα νιάτα του, την ομορφιά του, μια επικίνδυνη εξυπνάδα, αλλά και τίποτ’ άλλο. Ορφανός από μικρός, σπούδασε δουλεύοντας ως εκπαιδευτής σκύλων. Ο Χρίστος Κρεμόπουλος, αντίθετα, ένας από τους γνωστότερους καθηγητές του, έχει κύρος, τραπεζικούς λογαριασμούς και βέβαια υψηλές διασυνδέσεις. Συναντιούνται ένα βράδυ τυχαία στον Λυκαβηττό, βγάζοντας βόλτα τα σκυλιά τους, και η... μάχη αρχίζει. Τι θέλει το πεινασμένο στόμα του νεαρού φοιτητή με τόσο πάθος από τον καθηγητή του; Τα λεφτά του; Τη γυναίκα του; Το γιο του; Τη δουλειά του; Τη ζωή του; Ό,τι κι αν θέλει, το σίγουρο είναι πως έχει αποφασίσει να το πάρει. Θα εισβάλει σαν άγγελος εξολοθρευτής στον κόσμο του ανυποψίαστου καθηγητή και θα τον αλώσει ως γητευτής με τη μέθοδο που εκπαίδευε τα σκυλιά. Το όπλο του, άλλωστε, είναι μια κυνική γνώση γραμμένη στο πετσί του: Δημοκρατία δεν υπάρχει, ούτε στην κοινωνία των σκύλων ούτε στην κοινωνία των ανθρώπων. Μόνο αφεντικά και δούλοι.
Μια ιστορία ζήλιας, πόθου και πάθους, για έναν άνθρωπο που έφτασε μέχρι τα άκρα – και τα ξεπέρασε.
Η Λένα Διβάνη γεννήθηκε στον Βόλο το 1955 και, εκτός από συγγραφέας, είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει ιστορικές μελέτες, μία συλλογή διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα βιβλία για παιδιά και έναν τόμο με τα τρία θεατρικά της έργα.
Η συλλογή διηγημάτων Γιατί δε μιλάς για μένα; πήρε βραβείο για πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους. Το μυθιστόρημα Οι γυναίκες της ζωής της έχει μεταφραστεί στα ισπανικά, τα τουρκικά και τα ιταλικά και έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση από την ΕΤ1, ενώ το μυθιστόρημα Ψέματα μεταφράζεται στα τουρκικά, ρουμανικά και εβραϊκά.
Συνεργάστηκε με το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού σε θέματα ομογένειας. Θήτευσε ως αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων Λόγου. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και μέλος του ΔΣ της ΕΡΤ.
Ακόμη ξεχωρίσαμε:
«Το άρωμα του λωτού» μυθιστόρημα της Ζοελ Λοπινό – Μαστραντώνη από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.
Η Πέρσα έχασε τις αισθήσεις της, φτάνοντας στο χείλος του θανάτου καθώς οι άνδρες της ΕΜΑΚ πάλευαν να την ανασύρουν από τα συντρίμμια του σπιτιού της.
Αυτό που βίωσε τότε την ταρακούνησε περισσότερο κι απ’ το σεισμό που γκρέμισε το σπίτι της. Επιθανάτια εμπειρία ή ταξίδι σε προηγούμενες ζωές της; αναρωτιέται η μέχρι χθες άπιστη και ορθολογίστρια Πέρσα. Υπάρχει πράγματι άλλη ζωή, πεπρωμένο, κάρμα, ή όλο εκείνο το βίωμα δεν ήταν παρά μια παραίσθηση; Έρχεται κανείς στη γη για κάποιο προκαθορισμένο σκοπό ή απλά για να βρει την ευτυχία; Υπάρχει αδερφή ψυχή ή όλ' αυτά είν' ένας ρομαντικός μύθος;
Παλεύοντας να βρει το νήμα της αλήθειας, οδηγείται άθελά της σ' ένα μεταφυσικό ταξίδι που θα την παρασύρει στα σαγηνευτικά αρώματα της αρχαίας Αιγύπτου, στη μινωική Κρήτη, στη Νότια Γαλλία του Μεσαίωνα και πιο μακριά ακόμη... σε μέρη όπου, άλλοτε, είχε βιώσει τον πιο δυνατό έρωτα, την ευτυχία αλλά και την κακία των ανθρώπων.
Το μυθιστόρημα μεταφέρει τον αναγνώστη στις πιο συναρπαστικές εποχές της Ιστορίας, τον εισάγει στη γοητεία της Ανατολής, στα μυστικά της μαγείας αλλά και στα μυστήρια της ζωής και του θανάτου.
«Ελληνίδες μάγισσες στη Βενετία , 16ος-18ος αιώνας» ιστορική έρευνα της Διονυσίας Γιαλαμά από τις εκδόσεις Εστία
Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται την ελληνική παρουσία στο ''κυνήγι των μαγισσών'', φαινόμενο που συνδέεται με τους σημαντικότερους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του ευρωπαϊκού πολιτισμού στον 16ο και 17ο αιώνα.
Με βάση τις δικογραφίες της Ιεράς Εξέτασης της Βενετίας εξετάζονται οι κοινωνικές συνθήκες και οι περιστάσεις μέσα στις οποίες οι γυναίκες αυτές έζησαν και έδρασαν, αλλά και οι θεσμοί και οι μηχανισμοί που κινητοποιήθηκαν για την άμεση αντιμετώπισή τους. Η μελέτη των δικογραφιών αυτών μας επιτρέπει να ανασυνθέσουμε την καθημερινότητα και τις πρακτικές επιβίωσης των Ελληνίδων μαγισσών μέσα σ' έναν κόσμο, όπου η μικρή και η μεγάλη παράδοση, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και ο σκληρός αγώνας της επιβίωσης, από κοινού με τους φόβους και τις αβεβαιότητες του οικογενειακού και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, συνιστούσαν τις κυρίαρχες παραμέτρους της ζωής τους.