Και συνεχίζει: «Θυμάμαι τις γραφικές αυτοσχέδιες γεφυρίτσες μπροστά από κάθε σπίτι, που τις έστηναν οι χωριανοί με μαδέρια και καλάμια για να επικοινωνεί ο δρόμος με τις αυλές τους. Θυμάμαι τις πάπιες και τις χήνες που κολυμπούσαν στα νερά του κι έπαιζαν κυνηγητό βουτώντας και ξαναβουτώντας τα κεφάλια τους για να εξασφαλίσουν την απαραίτητη τροφή… "Με πόση προσοχή περνούσαμε το χειμώνα πάνω από τις ετοιμόρροπες γεφυρίτσες, μην βρέξουμε τα μάλλινα τερλίκια που προστάτευαν τα πόδια μας μέσα στα ξύλινα γαλέτσια που φορούσαμε. Και πόση ώρα τσαλαβουτούσαμε την άνοιξη στα νερά του, μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι μας!...". Στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν και κείμενα του Γιώργου Μυλωνά, μικρά διηγήματα, που με αριστουργηματικό τρόπο καταγράφουν τη ζωή των Θρακιωτών προσφύγων, μέσα από μικρά γεγονότα, όπως το «προξενιό» και συνήθειες, όπως η κιαμομαντεία (πρόβλεψη του μέλλοντος) στα «κ'κια»(κουκιά): « Η γιαγιά Ταρσώ τράβηξε στο πλάι την ποδιά της, ξεκούμπωσε μια παραμάνα, που κρατούσε τη σχισμή, στο πλάι της μαύρης φούστας της, έχωσε το χέρι κάτω από το υφαντό μεσοφόρι και προσπάθησε να βρει μία τσέπη... "Τα κουκιά, μαύρα από τη χρήση, τα κληρονόμησε από τη μάνα της. Ήταν καμιά εικοσαριά και μερικά από αυτά σπασμένα. Τα έβαλε στο κόσκινο κι' άρχισε να τα χωρίζει. Ένα για το νοικοκύρη, ένα για το σπίτι, άλλο για το κορίτσι, ένα τέταρτο για το αγόρι και κάποιο για το σπίτι του κοριτσιού. Και συνέχιζε έτσι να τα χωρίζει και να τα ονοματίζει. Ήξερε ποιο είναι για το γάμο και ποιο για το χωρισμό. Τα ανακάτωνε καλά και τα πέταξε κάτω. Ήθελε να ξέρει από τώρα τι λένε τα κουκιά...Κι αυτά τα κουκιά ήταν ο δικός της τρόπος να επικοινωνεί ...Σήμερα, θα έρχονταν στο σπίτι η Δεχτινιώ, η κόρη της Σμαρώς. Ήθελε να μάθει, αν θα παντρευτεί τον Μαγκριώτη ή τη μάτιασε η μάνα του, που δεν τη θέλει για νύφη ... Και συνέχιζε η διαδικασία! ... Μέχρι που θα έβγαζε το συμπέρασμα το αν θέλει τη νύφη η μάνα του γαμπρού ή όχι. Και τότε αναλάμβανε να μιλήσει στο κορίτσι ήρεμα και μαλακά για να μη το πληγώσει!....».
Η Προσφυγιά
Συγκινητική και με γλαφυρό τρόπο ήταν η αφήγηση της συγγραφέως κας Στράντζαλη για την προσφυγιά: «Ήταν φθινόπωρο του 1922 και τα πρώτα κίτρινα φύλλα είχαν πέσει κιόλας απ' τα δένδρα», αναφέρει, μεταξύ άλλων. Και συνεχίζει, παρασύροντάς μας σ' ένα νοερό ταξίδι στο παρελθόν: «Είχαν πέσει επίσης οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές που πότισαν τη διψασμένη γη και το αεράκι που 'ρχονταν απ' τα γύρω βουνά ήταν υγρό και παγωμένο. Παγωμένες όμως και βαριές ήταν και οι καρδιές των ανθρώπων που ήταν έτοιμοι για το…μεγάλο ξεκίνημα! Έμπαιναν και ξαναέμπαιναν στα σπίτια τους να πάρουν κάτι ακόμα απ' αυτά που θ' άφηναν πίσω τους: κάποιο αγαπημένο αντικείμενο, κάποιο παλιό κειμήλιο, το εικόνισμα του Χριστού, της Παναγίας ή κάποιου Αγίου που λάτρευσαν τόσα χρόνια οι ίδιοι, οι γονείς και οι παππούδες τους.»Τα μικρά παιδιά που δεν καταλάβαιναν από τέτοια βρίσκονταν ήδη πάνω στην βοϊδάμαξα, κουκουλωμένα με μπατανίες ή κιλίμια . Οι γονείς γύρισαν όλο το σπίτι, κλείδωσαν καλά τις πόρτες και παράθυρα, μη μπει κανείς κλέφτης, μη φυσήξει αέρας δυνατός και τους τ'ανοίξει, μη μπούνε τα νερά της βροχής και τους λερώσουν τους τοίχους και τα πράγματα που άφηναν πίσω τους. Θα ξαναγύριζαν τάχα κάποια μέρα κι έπρεπε να μείνουν όλα εκεί, όρθια να τους περιμένουν.
· Α ξανανέρτουμ' να τα νέβρουμ', έλεγαν. Οι γεροντότεροι έσκυψαν και φίλησαν την ευλογημένη γη που τόσα χρόνια τους χάριζε τους καρπούς της.
· Άντε, πάμι, κι ο Θεγιός βοηθός, ακούστηκε η φωνή του αρχηγού.
»Ανέβηκαν στα κάρα οι νοικοκυραίοι, τράβηξαν τα σχοινιά των βοδιών τους, τα κτύπησαν απαλά να μη πονέσουν, έτριξαν οι ρόδες των αμαξιών και το καραβάνι ξεκίνησε για το άγνωστο. Όλοι τους έκαναν τον σταυρό τους, όταν περνούσαν από την πλατεία μπροστά απ' την εκκλησιά του Αη Θανάση. Προσευχήθηκαν σιωπηλοί και παγωμένοι. Αποχαιρετούσαν τα ιερά τους και συγχρόνως ζητούσαν τη βοήθειά τους. Είχαν μεγάλη ανάγκη. Ένοιωθαν ανίσχυροι…»Αριστερά στο δρόμο τους το φτωχικό κοιμητήριο του χωριού. Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια τους. Αποχαιρετούσαν τώρα και τους προγόνους τους, τους γονείς τους, τ' αδέλφια τους ή τα παιδιά τους που χάνονταν από τις επιδημίες που σάρωναν εκείνη την εποχή την ανθρωπότητα. …Το χωριό που άφηναν πίσω τους το έλεγαν Κρυόνερο. Ήταν ένα ορεινό χωριό της Ανατολικής Θράκης, κοντά στη Βιζύη, πατρίδα του Βιζυηνού. Το κέντρο του διέσχιζε ένας Ξηροπόταμος, που, όταν έβρεχε πολύ, γινόταν ορμητικός χείμαρρος κι έκανε καταστροφές σε σπίτια και χωράφια ...Τα βόδια έσερναν τα κάρα και προχωρούσαν αργά - αργά, ενώ οι επιβάτες γυρισμένοι προς τα πίσω έβλεπαν για τελευταία φορά το αγαπημένο τους χωριό με τα μάτια βουρκωμένα. Έφευγαν όμως με μια ελπίδα στην καρδιά, ότι θα ξαναγύριζαν γρήγορα στον τόπο τους, στο χωριό τους.
· Που α μας πάν' άραγες; Πού α μείνουμ' οι αρίσκοι;
….Το ταξίδι ήταν ατέλειωτο. Μέρες και νύχτες έρχονταν και έφευγαν κι αυτοί προχωρούσαν. Οι πιο νέοι και δυνατοί χωριανοί περπατούσαν ώρες πολλές σέρνοντας τα ζεμένα ζώα απ' τα σχοινιά τους. Άλλοι πήγαιναν παρέα κουβεντιάζοντας, γελώντας, σφυρίζοντας ή τραγουδώντας κι ας έκλαιγε μέσα τους η ψυχή τους. Ήθελαν να ενθαρρύνουν τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες, τα παιδιά τους….. Περίπου τριάντα μέρες και νύχτες κράτησε εκείνο το μαρτυρικό ταξίδι των γονιών μας που μικρά παιδιά τότε γνώρισαν τον ξεσηκωμό και την προσφυγιά, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση. Άλλοι πριν από μένα, μεγάλοι λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφοι, έγραψαν για τα δεινά της εποχής εκείνης, για την καταστροφή, για τον ξεριζωμό των Ελλήνων, όπως τα ΄ζησαν οι ίδιοι. »Σαν τους Κρυονερίτες και μαζί μ' αυτούς ταξίδευαν κι άλλοι πολλοί Έλληνες απ' όλη την Ανατολική Θράκη, από την Μικρα Ασία, από τα παράλια της Ιωνίας και από άλλα μέρη που εκτείνονταν μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Όλοι αυτοί έφτασαν κάποτε γυμνοί και τρισάθλιοι σε διάφορες περιοχές της Βορείου Ελλάδας.»Όταν οι Κρυονερίτες έφτασαν στην πεδιάδα της Δράμας, όπου είχαν πάρει εντολή να εγκατασταθούν, είδαν τον απέραντο κάμπο που απλωνόταν μπροστά τους και χάρηκαν. Ξεπέζεψαν, το καραβάνι σταμάτησε. Οι γυναίκες κατέβηκαν να ξεμουδιάσουν….. Οι άντρες συγκεντρώθηκαν να ν' αποφασίσουν πού ακριβώς θα μείνουν, πού θα κτίσουν το νέο τους χωριό. Κάλεσαν και τους γέροντες, τους πιο έμπειρους, τους πιο μυαλωμένους, να ζητήσουν τη γνώμη τους.
· Τι λέτε κι σεις που ξέρ'τι πιο πολλά. Θα είμαστι καλά ιδω; Θα περάσουμ' καλά;
»…Είδαν τον κάμπο που απλωνόταν ανάμεσα σε Δράμα και Καβάλα, στα βόρεια του όρους Παγγαίου. Είδαν την πυκνή βλάστηση, τα νερά, τα δένδρα, κατάλαβαν πως είναι τόπος παραγωγικός, πως θα μπορέσουν να ζήσουν εκεί δουλεύοντας σκληρά ετούτη τη γη κι αποφάσισαν.
· Ιδώ α μείνουμ', είπαν οι γέροντες και χτύπησαν με τα μπαστούνια τους το χώμα. Ιδώ α νέβρουν κι τα ζωντανά χορτάρ' κι μεις χουράφια να δουλέξουμ' για να ζήσουμ'. »Έτσι τελείωσε η ταλαιπωρία του ταξιδιού τους. Τα βάσανα του ταξιδιού τους αργότερα τα έκαναν τραγούδι οι Κρυονερίτες και τα τραγούδησαν. Το άκουσα το τραγούδι από τη γιαγιά Φωτή, τη θεία της μάνας μου, που το 'λεγε: Κούγιε δα θεγιέ μ', κι η γης να τ' απομέξει, Κούγιε δα Θεγιέ μ'. Σαββατόβραδο μας διώξαν οι εχθροί μας 'πο τα σπίτια μας, 'πο μες' απ' τις αυλές μας, 'πο τα σπίτια μας. Το τραγουδούσε η γριούλα, η γιαγιά Φωτή, και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι απ' τα μάτια της! »Όλοι μπορούμε να φανταστούμε τα δεινά που υπέστησαν αυτοί οι ξεριζωμένοι άνθρωποι σ' έναν τόπο ξένο, υγρό από τα λιμνάζοντα νερά και από τους λασπωμένους δρόμους, τις βροχές και τα χιόνια. Μόνο οι γεροί οργανισμοί μπόρεσαν ν' αντέξουν στις κακουχίες…. Μα 'η θέληση είναι δύναμη', λέει μια γαλλική παροιμία ή "όποιος θέλει μπορεί", λέμε εμείς οι Έλληνες». Εκτός από τους Κρυονερίτες, σύμφωνα με τη συγγραφέα, εγκαταστάθηκαν στο Καλαμπάκι και άλλοι Θρακιώτες από διάφορες περιοχές της Κωνσταντινούπολης, της Μικρά Ασίας και τα πρώτα χρόνια της συγκατοίκησης στο χωριό υπήρχε ένα μίσος, μια έχθρα μεταξύ των κατοίκων. Αλλά όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί τώρα, τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων κατοίκων παντρεύτηκαν μεταξύ τους και ενώθηκε το χωριό και οι κάτοικοι. Ήδη, το Καλαμπάκι είναι από τα πιο όμορφα χωριά της περιοχής, με ωραία σπίτια, με ωραία πλατεία, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, με Δημόσιες Υπηρεσίες, Δημοτικά Σχολεία, Γυμνάσιο, Λύκειο και όλα τα απαραίτητα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Γ. Ιωαννίδης